μελιτζάνα

μελιτζάνα
Κοινή ονομασία του φυτού Solanum melongena, της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολυετές ποώδες φυτό, ιθαγενές της Αφρικής και της Ασίας. Ο βλαστός της καλύπτεται με όρθιο και κοντό τρίχωμα, είναι αποξυλωμένος στη βάση του και μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 80 εκ.· τα φύλλα της είναι μεγάλα, ωοειδή-οξύληκτα και σκουρόχρωμα. Σε διάφορα σημεία του, όπως γύρω από τον κάλυκα, φέρει κοντόχοντρα αγκάθια. Στην αρχαιότητα, η μ. ήταν άγνωστη· η καλλιέργεια της στην Ευρώπη φαίνεται ότι ξεκίνησε στις αρχές του 16ου αι. Καλλιεργείται ως λαχανικό (κυρίως στις θερμές εύκρατες περιοχές) για τους μεγάλους μοβ καρπούς της, οι οποίοι καταναλώνονται μαγειρεμένοι· πρόκειται για χοντρές σαρκώδεις, ιώδεις ή μελανές, γυαλιστερές και επιμήκεις ράγες· υπάρχουν, επίσης, ποικιλίες με ογκώδη σφαιρικό καρπό, άλλες με ποικιλόχρωμο καρπό και άλλες, λιγότερο αξιόλογες, με εξωτερικά λευκό ή ζωηρά κίτρινο καρπό. Οι μελιτζάνες έχουν μαλακή, λευκοπρασινωπή σάρκα, που μαυρίζει στον αέρα λόγω οξείδωσης. Η μ. ευδοκιμεί σε ελαφρά, βαθιά, γόνιμα εδάφη, με ουδέτερη αντίδραση και άφθονη οργανική και ανόργανη λίπανση. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο που σπέρνεται από τον Δεκέμβριο έως τον Ιανουάριο για τις πρώιμες ποικιλίες, και από τον Μάρτιο έως τον Απρίλιο για τις όψιμες. Η μεταφύτευση των μικρών φυτών στο χωράφι γίνεται όταν ζεστάνει ο καιρός, γιατί είναι ευαίσθητες στο κρύο. Η ωρίμανση των καρπών και η συλλογή αρχίζει από τον Μάιο-Ιούνιο και διαρκεί έως τον Νοέμβριο. Φυτό με μακρουλές μελιτζάνες. Το ετήσιο αυτό φυτό κατάγεται από την Ινδία και η καλλιέργειά του είναι διαδεδομένη στις θερμές εύκρατες περιοχές. Στρογγυλός καρπός μελιτζάνας της ποικιλίας «τόντα».
* * *
και μελιντζάνα και μελιζάνα, η (Μ μελιτζάνα και μελιντζάνα)
(βοτ.-γεωπ.)
1. κοινή ονομασία τού φυτού Solanum melongena τού γένους σολανό, που καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του, ο οποίος τρώγεται μαγειρεμένος
2. ο καρπός τού φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. melanzana. Κατ' άλλους < μσν. μαζιζάνιον, ασιατικής προέλευσης (πρβλ. ματζάνα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελιτζάνα — η (λ. ιταλ.), είδος λαχανικού, το σαλανό το εδώδιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ματζάνα — και μαντζάνα, η (Μ ματζάνα και μαντζάνα) η μελιτζάνα («ματζάνας, λαχανόγουλα, κραμβία καὶ σευκλογούλια», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μελιτζάνα] …   Dictionary of Greek

  • μελιτζανής — και μελιντζανής, ιά, ί [μελιτζάνα] 1. αυτός που έχει το χρώμα τής μελιτζάνας 2. το ουδ. ως ουσ. το μελιτζανί το χρώμα τής μελιτζάνας, βαθύ μοβ, λιλά («φόρεμα μελιτζανί») 3. το θηλ. ως ουσ. η μελιτζανιά το φυτό μελιτζάνα …   Dictionary of Greek

  • σολανίδες — (Solanaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των σωληνανθών ή τουμπιφλόρων (δικοτυλήδονα), που είναι διαδομένα κυρίως στις τροπικές ζώνες, αλλά και στις θερμές και εύκρατες των δύο ημισφαίριων· το μεγαλύτερο μέρος τους ωστόσο κατάγεται από τη νότια… …   Dictionary of Greek

  • Eggplant — Aubergine and Melongene redirect here. For the color, see Eggplant (color). Eggplant / Aubergine / Melongene / Brinjal Scientific classification Kingdom …   Wikipedia

  • Aubergine — Cet article concerne la plante potagère. Pour la couleur à laquelle elle a donné son nom, voir aubergine (couleur) …   Wikipédia en Français

  • Bringelle — Aubergine  Cet article concerne la plante potagère. Pour la couleur à laquelle elle a donné son nom, voir aubergine (couleur) …   Wikipédia en Français

  • Solanum melongena — Aubergine  Cet article concerne la plante potagère. Pour la couleur à laquelle elle a donné son nom, voir aubergine (couleur) …   Wikipédia en Français

  • Liste des appellations européennes de fruits, légumes et céréales — Cette liste des appellations européennes de fruits, légumes, céréales et condiments recense les productions végétales destinées à l alimentation humaine inscrites sur les registres européens des AOP (appellation d origine protégée et IGP… …   Wikipédia en Français

  • βαζιζάνιον — βαζιζάνιον, το (Μ) η μελιτζάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”